ωταλγώ

ωταλγώ
-έω, Α
έχω ωταλγία, πονώ στο αφτί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + -αλγῶ (< -αλγής < ἄλγος «πόνος»), πρβλ. νευρ-αλγῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ωταλγιώ — άω, Α ὠταλγῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠταλγῶ + κατάλ. ιάω δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ἰλιγγ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ωταλγία — η / ὠταλγία, ΝΑ [ὠταλγῶ] πόνος τού αφτιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”